καθαριστικός

καθαριστικός
καθαριστικός, -ή, -όν (Α) [καθαρίζω]
αυτός που εξαγνίζει, που συντελεί στον καθαρισμό, εξαγνιστικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”